- μπούκωμα
- το1. το γέμισμα του στόματος με τροφή: Από το μπούκωμα δεν μπορούσε να γελάσει.2. βούλωμα: Το μπούκωμα του σωλήνα.3. μτφ., δωροδοκία, εξαγορά: Τον έκανε να σωπάσει με μπούκωμα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.